débat

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /de.ba/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
débat débats

débat (fr) αρσενικό

  1. η συζήτηση
  2. (συνεκδοχικά) η επιχειρηματολογία
  3. (μεταφορικά) ενδόμυχη ψυχολογική διαμάχη, συζήτηση
  4. (στον πληθυντικό) συζήτηση στη βουλή
  5. μέρος μιας δίκης που περιλαμβάνει την έκθεση των απόψεων του δικηγόρου, του εισαγγελέα, καθώς και των μαρτύρων

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.