débat
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /de.ba/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| débat | débats |
débat (fr) αρσενικό
- η συζήτηση
- (συνεκδοχικά) η επιχειρηματολογία
- (μεταφορικά) ενδόμυχη ψυχολογική διαμάχη, συζήτηση
- (στον πληθυντικό) συζήτηση στη βουλή
- μέρος μιας δίκης που περιλαμβάνει την έκθεση των απόψεων του δικηγόρου, του εισαγγελέα, καθώς και των μαρτύρων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.