φασαριόζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φασαριόζης | η | φασαριόζα | το | φασαριόζικο |
| γενική | του | φασαριόζη | της | φασαριόζας | του | φασαριόζικου |
| αιτιατική | τον | φασαριόζη | τη | φασαριόζα | το | φασαριόζικο |
| κλητική | φασαριόζη | φασαριόζα | φασαριόζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φασαριόζηδες | οι | φασαριόζες | τα | φασαριόζικα |
| γενική | των | φασαριόζηδων | — | των | φασαριόζικων | |
| αιτιατική | τους | φασαριόζηδες | τις | φασαριόζες | τα | φασαριόζικα |
| κλητική | φασαριόζηδες | φασαριόζες | φασαριόζικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φασαριόζος < φασαρί(α) + -όζος (< ιταλική γλώσσα -oso)[1]
Μεταφράσεις
φασαριόζος
|
|
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.