τέττιξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τεττῑγ-
ονομαστική τέττιξ οἱ τέττιγες
      γενική τοῦ τέττιγος τῶν τεττίγων
      δοτική τῷ τέττιγ τοῖς τέττιξ(ν)
    αιτιατική τὸν τέττιγ τοὺς τέττιγᾰς
     κλητική ! τέττιξ τέττιγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τέττιγε
γεν-δοτ τοῖν  τεττίγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πτέρυξ' όπως «πτέρυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
μεταγενέστερα, τεττικ-
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τεττῑκ-
ονομαστική τέττιξ οἱ τέττικες
      γενική τοῦ τέττικος τῶν τεττίκων
      δοτική τῷ τέττικ τοῖς τέττιξ(ν)
    αιτιατική τὸν τέττικ τοὺς τέττικᾰς
     κλητική ! τέττιξ τέττικες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τέττικε
γεν-δοτ τοῖν  τεττίκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τέττιξ < (ηχομιμητική λέξη) [1]

Ουσιαστικό

τέττιξ, -ιγος αρσενικό (μεταγενέτερο θέμα τεττικ-, -ικος)

  1. (έντομο) o τζίτζικας, το τζιτζίκι
  2. (κόσμημα) σε σχήμα τζίτζικα

Παράγωγα

παράγωγα & σύνθετα

  • μυρμηκτέττιξ
  • τεττίγιον
  • τεττιγοφόρας, τεττιγοφόρης
  • τεττιγομήτρα
  • τεττιγόνιον
  • τεττιγότης
  • τεττιγώδης
  • τεττίζω

Αναφορές

  1. τέττιξ σελ. 1474 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.