τετραγωνισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τετραγωνισμένος | η | τετραγωνισμένη | το | τετραγωνισμένο |
| γενική | του | τετραγωνισμένου | της | τετραγωνισμένης | του | τετραγωνισμένου |
| αιτιατική | τον | τετραγωνισμένο | την | τετραγωνισμένη | το | τετραγωνισμένο |
| κλητική | τετραγωνισμένε | τετραγωνισμένη | τετραγωνισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τετραγωνισμένοι | οι | τετραγωνισμένες | τα | τετραγωνισμένα |
| γενική | των | τετραγωνισμένων | των | τετραγωνισμένων | των | τετραγωνισμένων |
| αιτιατική | τους | τετραγωνισμένους | τις | τετραγωνισμένες | τα | τετραγωνισμένα |
| κλητική | τετραγωνισμένοι | τετραγωνισμένες | τετραγωνισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τετραγωνισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τετραγωνίζω
Μετοχή
τετραγωνισμένος, -η, -ο
- που έχει αποκτήσει σχήμα με ορθές γωνίες (σχήμα ορθογώνιο)
- Αυτός ο οβάλ καθρέφτης δεν ταίριαζε στο δωμάτιο, γι΄αυτό τον αντικατέστησα με έναν τετραγωνισμένο.
Μεταφράσεις
τετραγωνισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.