τετράστυλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράστυλος η τετράστυλη το τετράστυλο
      γενική του τετράστυλου της τετράστυλης του τετράστυλου
    αιτιατική τον τετράστυλο την τετράστυλη το τετράστυλο
     κλητική τετράστυλε τετράστυλη τετράστυλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράστυλοι οι τετράστυλες τα τετράστυλα
      γενική των τετράστυλων των τετράστυλων των τετράστυλων
    αιτιατική τους τετράστυλους τις τετράστυλες τα τετράστυλα
     κλητική τετράστυλοι τετράστυλες τετράστυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τετράστυλος < αρχαία ελληνική τετράστυλος < τετρά- + στῦλος

Προφορά

ΔΦΑ : /teˈtɾa.sti.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τετράστυλος

Επίθετο

τετράστυλος, -η, -ο

  • (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) που υποστηρίζεται από τέσσερις στύλους
    ο τετράστυλος ναός έχει τέσσερις κίονες στην πρόσοψή του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.