τετράστιχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τετράστιχος η τετράστιχη το τετράστιχο
      γενική του τετράστιχου της τετράστιχης του τετράστιχου
    αιτιατική τον τετράστιχο την τετράστιχη το τετράστιχο
     κλητική τετράστιχε τετράστιχη τετράστιχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τετράστιχοι οι τετράστιχες τα τετράστιχα
      γενική των τετράστιχων των τετράστιχων των τετράστιχων
    αιτιατική τους τετράστιχους τις τετράστιχες τα τετράστιχα
     κλητική τετράστιχοι τετράστιχες τετράστιχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τετράστιχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τετράστιχος[1], μορφολογικά αναλύεται τετρά- + στίχος

Προφορά

ΔΦΑ : /teˈtɾa.sti.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τετράστιχος

Επίθετο

τετράστιχος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.