τετράστιχο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τετράστιχο τα τετράστιχα
      γενική του τετράστιχου των τετράστιχων
    αιτιατική το τετράστιχο τα τετράστιχα
     κλητική τετράστιχο τετράστιχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τετράστιχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τετράστιχος. Αναλύεται σε τετρά- + στίχ(ος) + -ο

Ουσιαστικό

τετράστιχο ουδέτερο (φιλολογία)

  1. ποίημα που φέρει τέσσερις στίχους
  2. ποιήματος με τέσσερις στίχους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.