τεταρτημόριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τεταρτημόριο τα τεταρτημόρια
      γενική του τεταρτημορίου
& τεταρτημόριου
των τεταρτημορίων
    αιτιατική το τεταρτημόριο τα τεταρτημόρια
     κλητική τεταρτημόριο τεταρτημόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τεταρτημόριο κύκλου.

Ετυμολογία

τεταρτημόριο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεταρτημόριον [1] < (τέταρτος) τεταρτη- + μόριον

Προφορά

ΔΦΑ : /te.taɾ.tiˈmo.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τεταρτημόριο

Ουσιαστικό

τεταρτημόριο ουδέτερο

  1. το ένα από τα τέσσερα μέρη διαιρεμένου συνόλου-όλου
  2. (μουσική) διάστημα που χωρίζει το ημιτόνιο σε δύο ίσα μέρη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.