διατεταρτημοριακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διατεταρτημοριακός η διατεταρτημοριακή το διατεταρτημοριακό
      γενική του διατεταρτημοριακού της διατεταρτημοριακής του διατεταρτημοριακού
    αιτιατική τον διατεταρτημοριακό τη διατεταρτημοριακή το διατεταρτημοριακό
     κλητική διατεταρτημοριακέ διατεταρτημοριακή διατεταρτημοριακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διατεταρτημοριακοί οι διατεταρτημοριακές τα διατεταρτημοριακά
      γενική των διατεταρτημοριακών των διατεταρτημοριακών των διατεταρτημοριακών
    αιτιατική τους διατεταρτημοριακούς τις διατεταρτημοριακές τα διατεταρτημοριακά
     κλητική διατεταρτημοριακοί διατεταρτημοριακές διατεταρτημοριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διατεταρτημοριακός < δια- + τεταρτημοριακός < τεταρτημόριο

Επίθετο

διατεταρτημοριακός

  • που γίνεται ανάμεσα σε κάποια ή όλα τα τεταρτημόρια, αναφέρεται σ’ αυτά ή τα αφορά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.