ντενεκεδένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ντενεκεδένιος η ντενεκεδένια το ντενεκεδένιο
      γενική του ντενεκεδένιου της ντενεκεδένιας του ντενεκεδένιου
    αιτιατική τον ντενεκεδένιο την ντενεκεδένια το ντενεκεδένιο
     κλητική ντενεκεδένιε ντενεκεδένια ντενεκεδένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ντενεκεδένιοι οι ντενεκεδένιες τα ντενεκεδένια
      γενική των ντενεκεδένιων των ντενεκεδένιων των ντενεκεδένιων
    αιτιατική τους ντενεκεδένιους τις ντενεκεδένιες τα ντενεκεδένια
     κλητική ντενεκεδένιοι ντενεκεδένιες ντενεκεδένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ντενεκεδένιος < θέμα πληθυντικού ντενεκέδ-(ες) του ντενεκές + -ένιος

Προφορά

ΔΦΑ : /de.ne.ceˈðe.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ντενεκεδένιος

Επίθετο

ντενεκεδένιος, -α, -ο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.