τραβέρσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραβέρσα οι τραβέρσες
      γενική της τραβέρσας των (τραβερσών)
    αιτιατική την τραβέρσα τις τραβέρσες
     κλητική τραβέρσα τραβέρσες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραβέρσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική traversa

Ουσιαστικό

τραβέρσα θηλυκό

  1. δοκάρι που χρησιμοποιείται σταυρωτά με κάποιο άλλο σε κατασκευές
  2. (ειδικότερα) το δοκάρι, συνήθως ξύλινο, πάνω στο οποίο στηρίζονται οι μεταλλικές ράγες στο σιδηροδρομικό δίκτυο
  3. (γενικότερα) ξύλινο ή μεταλλικό δοκάρι που χρησιμοποιείται σε κατασκευές
  4. λεπτό, μεγάλο και μακρόστενο υφαντό ή πλεκτό που χρησιμοποιείται σαν διακοσμητικό σε έπιπλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.