ταχυφαγείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ταχυφαγείο | τα | ταχυφαγεία |
| γενική | του | ταχυφαγείου | των | ταχυφαγείων |
| αιτιατική | το | ταχυφαγείο | τα | ταχυφαγεία |
| κλητική | ταχυφαγείο | ταχυφαγεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταχυφαγείο < ταχυ- + -φαγείο, ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική fast-food)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.çi.faˈʝi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐χυ‐φα‐γεί‐ο
Ουσιαστικό
ταχυφαγείο ουδέτερο
- (νεολογισμός) το εστιατόριο γρήγορης εξυπηρέτησης
- ↪ οι νέοι σήμερα έχουν εγκαταλείψει την παραδοσιακή κουζίνα. Συχνάζουν σε ταχυφαγεία που προσφέρουν φαγητά αμφίβολης ποιότητας
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.