ταυτισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταυτισμένος η ταυτισμένη το ταυτισμένο
      γενική του ταυτισμένου της ταυτισμένης του ταυτισμένου
    αιτιατική τον ταυτισμένο την ταυτισμένη το ταυτισμένο
     κλητική ταυτισμένε ταυτισμένη ταυτισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταυτισμένοι οι ταυτισμένες τα ταυτισμένα
      γενική των ταυτισμένων των ταυτισμένων των ταυτισμένων
    αιτιατική τους ταυτισμένους τις ταυτισμένες τα ταυτισμένα
     κλητική ταυτισμένοι ταυτισμένες ταυτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

ταυτισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.