ταυτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ταυτίζω < αρχαία ελληνικήταὐτότης
Προφορά
- ΔΦΑ : /taˈfti.zo/
Ρήμα
ταυτίζω (μεσοπαθητικό ταυτίζομαι)
- θεωρώ κάποιον ή κάτι ισότιμο ή ισάξιο με κάποιον άλλον ή κάτι
- πιστοποιώ την ταυτότητα κάποιου ατόμου ή πράγματος, εξακριβώνω την πραγματική φύση ή ιδιότητά του
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ταυτίζω | ταύτιζα | θα ταυτίζω | να ταυτίζω | ταυτίζοντας | |
| β' ενικ. | ταυτίζεις | ταύτιζες | θα ταυτίζεις | να ταυτίζεις | ταύτιζε | |
| γ' ενικ. | ταυτίζει | ταύτιζε | θα ταυτίζει | να ταυτίζει | ||
| α' πληθ. | ταυτίζουμε | ταυτίζαμε | θα ταυτίζουμε | να ταυτίζουμε | ||
| β' πληθ. | ταυτίζετε | ταυτίζατε | θα ταυτίζετε | να ταυτίζετε | ταυτίζετε | |
| γ' πληθ. | ταυτίζουν(ε) | ταύτιζαν ταυτίζαν(ε) |
θα ταυτίζουν(ε) | να ταυτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ταύτισα | θα ταυτίσω | να ταυτίσω | ταυτίσει | ||
| β' ενικ. | ταύτισες | θα ταυτίσεις | να ταυτίσεις | ταύτισε | ||
| γ' ενικ. | ταύτισε | θα ταυτίσει | να ταυτίσει | |||
| α' πληθ. | ταυτίσαμε | θα ταυτίσουμε | να ταυτίσουμε | |||
| β' πληθ. | ταυτίσατε | θα ταυτίσετε | να ταυτίσετε | ταυτίστε | ||
| γ' πληθ. | ταύτισαν ταυτίσαν(ε) |
θα ταυτίσουν(ε) | να ταυτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ταυτίσει | είχα ταυτίσει | θα έχω ταυτίσει | να έχω ταυτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ταυτίσει | είχες ταυτίσει | θα έχεις ταυτίσει | να έχεις ταυτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ταυτίσει | είχε ταυτίσει | θα έχει ταυτίσει | να έχει ταυτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ταυτίσει | είχαμε ταυτίσει | θα έχουμε ταυτίσει | να έχουμε ταυτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ταυτίσει | είχατε ταυτίσει | θα έχετε ταυτίσει | να έχετε ταυτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ταυτίσει | είχαν ταυτίσει | θα έχουν ταυτίσει | να έχουν ταυτίσει |
| |
Μεταφράσεις
ταυτίζω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.