ταυτίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ταυτίζω < αρχαία ελληνικήταὐτότης

Προφορά

ΔΦΑ : /taˈfti.zo/

Ρήμα

ταυτίζω (μεσοπαθητικό ταυτίζομαι)

  1. θεωρώ κάποιον ή κάτι ισότιμο ή ισάξιο με κάποιον άλλον ή κάτι
  2. πιστοποιώ την ταυτότητα κάποιου ατόμου ή πράγματος, εξακριβώνω την πραγματική φύση ή ιδιότητά του

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.