ἡμισταυροῦχος

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἡμισταυροῦχος τὸ ἡμισταυροῦχον
      γενική τοῦ/τῆς ἡμισταυρούχου τοῦ ἡμισταυρούχου
      δοτική τῷ/τῇ ἡμισταυρούχ τῷ ἡμισταυρούχ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἡμισταυροῦχον τὸ ἡμισταυροῦχον
     κλητική ! ἡμισταυροῦχε ἡμισταυροῦχον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἡμισταυροῦχοι τὰ ἡμισταυροῦχα
      γενική τῶν ἡμισταυρούχων τῶν ἡμισταυρούχων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἡμισταυρούχοις τοῖς ἡμισταυρούχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἡμισταυρούχους τὰ ἡμισταυροῦχα
     κλητική ! ἡμισταυροῦχοι ἡμισταυροῦχα
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἡμισταυροῦχος < ἡμίσταυρ(ος) + -οῦχος. Μορφολογικά, ἡμι- + σταυρ(ός) + -οῦχος

Επίθετο

ἡμισταυροῦχος, -ος, -ον

Συγγενικά

  • ἡμίσταυρος

Πολυλεκτικοί όροι

«ἡμισταυροῦχος κλείς» με άρθρωση
  • ἡμισταυροῦχος κλείς[1] : κλειδί (εργαλείο για βίδωμα και ξεβίδωμα) σχήματος Τ
  • κανών ἡμισταυροῦχος[2] : το όργανο σχεδιασμού ταυ

Αναφορές

  1. Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 1605.
  2. Αντώνιος Ηπίτης, Λεξικόν ελληνογαλλικόν (και γαλλοελληνικόν), τόμ. Β΄ (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου Π. Α. Πετράκου, 1909), σ. 64.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.