πρίζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρίζα οι πρίζες
      γενική της πρίζας των (πριζών)
    αιτιατική την πρίζα τις πρίζες
     κλητική πρίζα πρίζες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρίζα < (λόγιο δάνειο) γαλλική prise[1]

Ουσιαστικό

πρίζα θηλυκό

  1. (γενικότερα) τερματικό ηλεκτρικό εξάρτημα σε σύστημα καλωδιώσεως
    πρίζα τηλεφώνου, πρίζα δικτύου
  2. ο ρευματοδότης, το ντουί, θηλυκός υποδοχέας τροφοδοσίας ρεύματος
  3. (καταχρηστικά) ο ρευματολήπτης, το φις

Υποκοριστικά

  • πριζούλα

Σύνθετα

Εκφράσεις

  • είμαι στην πρίζα / βάζω κάποιον στην πρίζα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.