tau

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

tau < αρχαία ελληνική ταῦ

Ουσιαστικό

tau (fr) αρσενικό άκλιτο

  1. το γράμμα ταυ
  2. (εραλδική) σχέδιο σε μορφή Τ
     συνώνυμα: croix de Saint-Antoine
  3. μπαστούνι ενός βοσκού σε μορφή κρεμάλας
  4. το λεπτόνιο ταυ

Ομώνυμα / Ομόηχα



Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

tau (pl) ουδέτερο

  • το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: ταυ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.