tau
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
tau
<
αρχαία ελληνική
ταῦ
Ουσιαστικό
tau
(fr)
αρσενικό
άκλιτο
το
γράμμα
ταυ
(
εραλδική
)
σχέδιο σε μορφή Τ
≈
συνώνυμα
:
croix de Saint-Antoine
μπαστούνι
ενός
βοσκού
σε μορφή
κρεμάλας
το
λεπτόνιο ταυ
Ομώνυμα / Ομόηχα
taud
taux
tôt
Πολωνικά
(pl)
Ουσιαστικό
tau
(pl)
ουδέτερο
το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου:
ταυ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.