ρακλέτα
Νέα ελληνικά (el)

Ρακλέτα (1)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ρακλέτα | οι | ρακλέτες |
| γενική | της | ρακλέτας | των | ρακλετών |
| αιτιατική | τη | ρακλέτα | τις | ρακλέτες |
| κλητική | ρακλέτα | ρακλέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρακλέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική raclette < racler < λατινικά rasus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος rado < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *razd-
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.