ταπέτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ταπέτο τα ταπέτα
      γενική του ταπέτου των ταπέτων
    αιτιατική το ταπέτο τα ταπέτα
     κλητική ταπέτο ταπέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταπέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική tappeto < λατινική tappetum < αρχαία ελληνική τάπης (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

ταπέτο ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) το χαλί, το πατάκι, το ταπάκι
  2. (ειδικότερα) το αντιολισθητικό πατάκι που τοποθετείται στην μπανιέρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.