ταπέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ταπέτο | τα | ταπέτα |
| γενική | του | ταπέτου | των | ταπέτων |
| αιτιατική | το | ταπέτο | τα | ταπέτα |
| κλητική | ταπέτο | ταπέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταπέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική tappeto < λατινική tappetum < αρχαία ελληνική τάπης (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
ταπέτο ουδέτερο
- (παρωχημένο) το χαλί, το πατάκι, το ταπάκι
- (ειδικότερα) το αντιολισθητικό πατάκι που τοποθετείται στην μπανιέρα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τάπητας
Μεταφράσεις
ταπέτο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.