usher

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ʌʃər/

Ουσιαστικό

usher (en)

  1. αυτός που συνοδεύει κάποιον στη θέση του σε ένα θέατρο (ταξιθέτης), μια εκκλησία κλπ
  2. ένας κλητήρας-θυρωρός σε αίθουσα δικαστηρίου ή νομοθετικού σώματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.