usher
Αγγλικά
(en)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ʌʃər
/
Ουσιαστικό
usher
(en)
αυτός που συνοδεύει κάποιον στη θέση του σε ένα θέατρο (
ταξιθέτης
), μια εκκλησία κλπ
ένας κλητήρας-θυρωρός σε αίθουσα δικαστηρίου ή νομοθετικού σώματος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.