ταξιθεσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταξιθεσία | οι | ταξιθεσίες |
| γενική | της | ταξιθεσίας | των | ταξιθεσιών |
| αιτιατική | την | ταξιθεσία | τις | ταξιθεσίες |
| κλητική | ταξιθεσία | ταξιθεσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ταξιθεσία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.