ταλαντωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταλαντωτής οι ταλαντωτές
      γενική του ταλαντωτή των ταλαντωτών
    αιτιατική τον ταλαντωτή τους ταλαντωτές
     κλητική ταλαντωτή ταλαντωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταλαντωτής < ταλαντώνομαι + -τής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική oscillateur)

Ουσιαστικό

ταλαντωτής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.