τάλαντο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τάλαντο | τα | τάλαντα |
| γενική | του | ταλάντου & τάλαντου |
των | ταλάντων |
| αιτιατική | το | τάλαντο | τα | τάλαντα |
| κλητική | τάλαντο | τάλαντα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τάλαντο < αρχαία ελληνική τάλαντον (ισορροπία, ζυγός, μονάδα βάρους) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tl̥h₂ent- < *telh₂-
Ουσιαστικό
τάλαντο ουδέτερο
- μονάδα βάρους κατά την αρχαιότητα, καθώς και το χρηματικό ποσό που αντιστοιχούσε σε χρυσό ή ασήμι αυτού του βάρους (το ακριβές βάρος διέφερε ανάλογα με την εποχή και την περιοχή)
- η έμφυτη ικανότητα, το ταλέντο, το φυσικό χάρισμα, η πέραν του συνηθισμένου ικανότητα και επιδεξιότητα που παρουσιάζουν ορισμένα άτομα σε έναν τομέα, συχνά ήδη από τα πρώτα στάδια της ενασχόλησής τους με αυτόν
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.