ταλαντώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ταλαντώνομαι < αρχαία ελληνική ταλαντόομαι / ταλαντοῦμαι < τάλαντον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tl̥h₂ent- < *telh₂- (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική osciller)
Ρήμα
ταλαντώνομαι
- (φυσική) κινούμαι ρυθμικά και επαναλαμβανόμενα από τη μια μεριά στην άλλη και εναλλάξ
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ταλάντωση
- ταλαντωτής
- ταλαντώτρια
- → δείτε τη λέξη τάλαντο
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ταλαντώνομαι | ταλαντωνόμουν(α) | θα ταλαντώνομαι | να ταλαντώνομαι | ||
| β' ενικ. | ταλαντώνεσαι | ταλαντωνόσουν(α) | θα ταλαντώνεσαι | να ταλαντώνεσαι | (ταλαντώνου) | |
| γ' ενικ. | ταλαντώνεται | ταλαντωνόταν(ε) | θα ταλαντώνεται | να ταλαντώνεται | ||
| α' πληθ. | ταλαντωνόμαστε | ταλαντωνόμαστε ταλαντωνόμασταν |
θα ταλαντωνόμαστε | να ταλαντωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | ταλαντώνεστε | ταλαντωνόσαστε ταλαντωνόσασταν |
θα ταλαντώνεστε | να ταλαντώνεστε | (ταλαντώνεστε) | |
| γ' πληθ. | ταλαντώνονται | ταλαντώνονταν ταλαντωνόντουσαν |
θα ταλαντώνονται | να ταλαντώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ταλαντώθηκα | θα ταλαντωθώ | να ταλαντωθώ | ταλαντωθεί | ||
| β' ενικ. | ταλαντώθηκες | θα ταλαντωθείς | να ταλαντωθείς | ταλαντώσου | ||
| γ' ενικ. | ταλαντώθηκε | θα ταλαντωθεί | να ταλαντωθεί | |||
| α' πληθ. | ταλαντωθήκαμε | θα ταλαντωθούμε | να ταλαντωθούμε | |||
| β' πληθ. | ταλαντωθήκατε | θα ταλαντωθείτε | να ταλαντωθείτε | ταλαντωθείτε | ||
| γ' πληθ. | ταλαντώθηκαν ταλαντωθήκαν(ε) |
θα ταλαντωθούν(ε) | να ταλαντωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ταλαντωθεί | είχα ταλαντωθεί | θα έχω ταλαντωθεί | να έχω ταλαντωθεί | ταλαντωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ταλαντωθεί | είχες ταλαντωθεί | θα έχεις ταλαντωθεί | να έχεις ταλαντωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ταλαντωθεί | είχε ταλαντωθεί | θα έχει ταλαντωθεί | να έχει ταλαντωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ταλαντωθεί | είχαμε ταλαντωθεί | θα έχουμε ταλαντωθεί | να έχουμε ταλαντωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ταλαντωθεί | είχατε ταλαντωθεί | θα έχετε ταλαντωθεί | να έχετε ταλαντωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ταλαντωθεί | είχαν ταλαντωθεί | θα έχουν ταλαντωθεί | να έχουν ταλαντωθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.