ταλαντώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ταλαντώνομαι < αρχαία ελληνική ταλαντόομαι / ταλαντοῦμαι < τάλαντον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tl̥h₂ent- < *telh₂- (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική osciller)

Ρήμα

ταλαντώνομαι

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.