ταλαντούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ταλαντούχος | η | ταλαντούχα | το | ταλαντούχο |
| γενική | του | ταλαντούχου | της | ταλαντούχας | του | ταλαντούχου |
| αιτιατική | τον | ταλαντούχο | την | ταλαντούχα | το | ταλαντούχο |
| κλητική | ταλαντούχε | ταλαντούχα | ταλαντούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ταλαντούχοι | οι | ταλαντούχες | τα | ταλαντούχα |
| γενική | των | ταλαντούχων | των | ταλαντούχων | των | ταλαντούχων |
| αιτιατική | τους | ταλαντούχους | τις | ταλαντούχες | τα | ταλαντούχα |
| κλητική | ταλαντούχοι | ταλαντούχες | ταλαντούχα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ταλαντούχος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.