ταλαντούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταλαντούχος η ταλαντούχα το ταλαντούχο
      γενική του ταλαντούχου της ταλαντούχας του ταλαντούχου
    αιτιατική τον ταλαντούχο την ταλαντούχα το ταλαντούχο
     κλητική ταλαντούχε ταλαντούχα ταλαντούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταλαντούχοι οι ταλαντούχες τα ταλαντούχα
      γενική των ταλαντούχων των ταλαντούχων των ταλαντούχων
    αιτιατική τους ταλαντούχους τις ταλαντούχες τα ταλαντούχα
     κλητική ταλαντούχοι ταλαντούχες ταλαντούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ταλαντούχος < τάλαντο + -ούχος ( < έχω)

Επίθετο

ταλαντούχος

  1. που έχει τάλαντο, ταλέντο, έμφυτη ικανότητα σε κάποιο τομέα
    ο ταλαντούχος νεαρός τραγουδιστής

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.