τήγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τήγμα τα τήγματα
      γενική του τήγματος των τηγμάτων
    αιτιατική το τήγμα τα τήγματα
     κλητική τήγμα τήγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τήγμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τῆξις < τήκω < τήκομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teh₂- (λιώνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtiɣ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τήγμα

Ουσιαστικό

τήγμα ουδέτερο

  1. προϊόν που ακολουθεί της τήξης, τηγμένο, λειωμένο στερεό σώμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.