fourth

Αγγλικά (en)

Αριθμητικό

fourth (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
fourth fourths

fourth (en)

  1. (μετρήσιμο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) το τέταρτο, το ένα από τα τέσσερα ίσα μέρη
    one fourth of the wealth/the bread - το ένα τέταρτο της περιουσίας/του ψωμιού
    a fourth of a kilo/of a liter - το ένα τέταρτο του κιλού/του λίτρου
     συνώνυμα: quarter
  2. (μόνο στον ενικό) η τετάρτη ταχύτητα στο αυτοκίνητο
  3. (μουσική) η τετάρτη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.