τεζάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /teˈza.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐ζά‐ρω
Ρήμα
τεζάρω, αόρ.: τεζάρισα/τέζαρα, παθ.φωνή: τεζάρομαι, π.αόρ.: τεζαρίστηκα, μτχ.π.π.: τεζαρισμένος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τέζα
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- τεζάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.