τεζάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τεζάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική tesare [1] < tesa < teso < λατινική tensus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος tendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ten- (τείνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /teˈza.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τεζάρω

Ρήμα

τεζάρω, αόρ.: τεζάρισα/τέζαρα, παθ.φωνή: τεζάρομαι, π.αόρ.: τεζαρίστηκα, μτχ.π.π.: τεζαρισμένος

Εκφράσεις

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη τέζα

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.