τάρτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τάρτα οι τάρτες
      γενική της τάρτας των ταρτών
    αιτιατική την τάρτα τις τάρτες
     κλητική τάρτα τάρτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τάρτα με μήλα

Ετυμολογία

τάρτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tarta < γαλλική tarte

Ουσιαστικό

τάρτα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.