γαρνιρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαρνιρισμένος | η | γαρνιρισμένη | το | γαρνιρισμένο |
| γενική | του | γαρνιρισμένου | της | γαρνιρισμένης | του | γαρνιρισμένου |
| αιτιατική | τον | γαρνιρισμένο | τη | γαρνιρισμένη | το | γαρνιρισμένο |
| κλητική | γαρνιρισμένε | γαρνιρισμένη | γαρνιρισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαρνιρισμένοι | οι | γαρνιρισμένες | τα | γαρνιρισμένα |
| γενική | των | γαρνιρισμένων | των | γαρνιρισμένων | των | γαρνιρισμένων |
| αιτιατική | τους | γαρνιρισμένους | τις | γαρνιρισμένες | τα | γαρνιρισμένα |
| κλητική | γαρνιρισμένοι | γαρνιρισμένες | γαρνιρισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαρνιρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γαρνίρω
Μεταφράσεις
γαρνιρισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.