cue

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
cue cues

Ουσιαστικό

cue (en)

  1. το σύνθημα, μια πράξη ή ένα γεγονός που είναι το σήμα για κάποιον να κάνει κάτι
    His arrival was the cue for an outburst of cheering.
    Η άφιξή του έδωσε το σύνθημα για θυελλώδεις επευφημίες.
  2. η στέκα, ειδική ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται στο μπιλιάρδο
    a billiards cue - στέκα μπιλιάρδου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.