motto

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
motto mottos / mottoes

Ουσιαστικό

motto (en)

  • το μότο, το σύνθημα, μια σύντομη πρόταση ή φράση που εκφράζει τους στόχους και τις πεποιθήσεις ενός ατόμου, μιας ομάδας, ενός ιδρύματος κτλ. και χρησιμοποιείται ως κανόνας συμπεριφοράς
    He always finishes his speeches with the same motto.
    Τελειώνει πάντα τις αγορεύσεις του με το ίδιο μότο.
    ”Love the forest”, is this year’s motto.
    «Αγαπάτε τα δάση», είναι το σύνθημα της φετινής χρονιάς.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.