σύνευνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σύνευνος οι σύνευνοι
      γενική του/της σύνευνου των σύνευνων
    αιτιατική τον/τη σύνευνο τους/τις σύνευνους
     κλητική σύνευνε σύνευνοι
Κατηγορία όπως «ιμπρεσάριος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύνευνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνευνος < σύν- + εὐνή + -ος

Ουσιαστικό

σύνευνος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.