σύλληψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σύλληψῐς | αἱ | συλλήψεις |
| γενική | τῆς | συλλήψεως | τῶν | συλλήψεων |
| δοτική | τῇ | συλλήψει | ταῖς | συλλήψεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | σύλληψῐν | τὰς | συλλήψεις |
| κλητική ὦ! | σύλληψῐ | συλλήψεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συλλήψει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συλληψέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύλληψις < συλλαμβάνω, συλληψ- < συλληπ- + -σις > -ψις. Μορφολογικά αναλύεται σε σύλ- + λῆψις
Ουσιαστικό
σύλληψις, -εως θηλυκό
- η λήψη από κοινού
- σύλληψη (αιχμαλώτιση]])
- σύλληψη (εμβρύου, γονιμοποίηση, η αρχή της εγκμοσύνης
- παλαιός αττικός τύπος : ξύλληψις
- ιωνικός τύπος : {σύλλαψις
Συγγενικά
- ἐπισύλληψις
- → δείτε τις λέξεις συλλαμβάνω, σύν, λῆψις και λαμβάνω
Πηγές
- σύλληψις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύλληψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.