σύλληψις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύλληψῐς αἱ συλλήψεις
      γενική τῆς συλλήψεως τῶν συλλήψεων
      δοτική τῇ συλλήψει ταῖς συλλήψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύλληψῐν τὰς συλλήψεις
     κλητική ! σύλληψῐ συλλήψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συλλήψει
γεν-δοτ τοῖν  συλληψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύλληψις < συλλαμβάνω, συλληψ- < συλληπ- + -σις > -ψις. Μορφολογικά αναλύεται σε σύλ- + λῆψις

Ουσιαστικό

σύλληψις, -εως θηλυκό

  1. η λήψη από κοινού
  2. σύλληψη (αιχμαλώτιση]])
  3. σύλληψη (εμβρύου, γονιμοποίηση, η αρχή της εγκμοσύνης

  • παλαιός αττικός τύπος: ξύλληψις
  • ιωνικός τύπος: {σύλλαψις

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.