σόλιδος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σόλιδος οι σόλιδοι
      γενική του σολίδου των σολίδων
    αιτιατική τον σόλιδο τους σολίδους
     κλητική σόλιδε σόλιδοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σόλιδος < μεσαιωνική ελληνική σόλιδος < λατινική solidus (χρυσό νόμισμα)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈso.li.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σόλιδος

Ουσιαστικό

Σόλιδος με τη μορφή του Κωνσταντίνου Β'

σόλιδος αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

σόλιδος < (άμεσο δάνειο) λατινική solidus (χρυσό νόμισμα)

Ουσιαστικό

σόλιδος αρσενικό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.