σολδίον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- σολδίον < (άμεσο δάνειο) λατινική soldus + -ίον < solidus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *solidos < *solh₂- (ολόκληρος, όλος)
Ουσιαστικό
σολδίον ουδέτερο
- (νόμισμα) χάλκινο, ορειχάλκινο ή ασημένιο νόμισμα
- ※ Ἐρμηνεία τῆς βασιλικῆς κολλήσεως: Λαβὼν χρυσάφην μέρη γ′ καὶ τὸ τέταρτον μέρος ἀσήμην ἀπὸ παλαιὰ σολδία· καὶ χύσον αὐτὸ εἰς ῥυγλωχύτην, καὶ ἐὰν ἔνη ψιλὴ ἡ δουλεία, ποίησον τὸ ῥίνισμα· εἰ δὲ ἔστι χονδρὰ ἡ δουλεία, ποίησον τὸ πέταλον, καὶ κόλλησον μετὰ πανίου καμίνου μέρη β′, καὶ μετὰ ὕελον βοράχην τὸ τρίτον. (Περὶ τῆς τιμιωτάτης καὶ πολυφήμου χρυσοχοϊκῆς, 2, 324, 14-18)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.