clan

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

clan (en)

  1. γένος, μια ομάδα ανθρώπων, μικρότερη του έθνους, που έχουν ή πιστεύουν ότι έχουν μεταξύ τους συγγένεια και κοινή καταγωγή από έναν (ή μία) αρχικό γεννήτορα
  2. ένωση οικογενειών στη Σκοτία που έχει έναν κοινό κληρονομικό αρχηγό (πατριά)



Ετρουσκικά (ett)

Ουσιαστικό

clan

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.