soy
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
soy
(en)
(
όσπριο
)
η
σόγια
Ισπανικά
(es)
Ρηματικός τύπος
soy
(es)
α΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
ενεστώτα
του
ser
Τουρκικά
(tr)
Ετυμολογία
soy
<
(
κληρονομημένο
)
οθωμανική τουρκική
صوی
(
soy
)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈso·ɪ
/
Ουσιαστικό
soy
(tr)
το
σόι
το
συγγενολόι
το
γένος
η
καταγωγή
νέα ελληνική
:
σόι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.