σωφρονισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωφρονισμένος η σωφρονισμένη το σωφρονισμένο
      γενική του σωφρονισμένου της σωφρονισμένης του σωφρονισμένου
    αιτιατική τον σωφρονισμένο τη σωφρονισμένη το σωφρονισμένο
     κλητική σωφρονισμένε σωφρονισμένη σωφρονισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωφρονισμένοι οι σωφρονισμένες τα σωφρονισμένα
      γενική των σωφρονισμένων των σωφρονισμένων των σωφρονισμένων
    αιτιατική τους σωφρονισμένους τις σωφρονισμένες τα σωφρονισμένα
     κλητική σωφρονισμένοι σωφρονισμένες σωφρονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σωφρονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σωφρονίζω

Μετοχή

σωφρονισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.