σωφρονίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σωφρονίζομαι | σωφρονιζόμουν(α) | θα σωφρονίζομαι | να σωφρονίζομαι | ||
| β' ενικ. | σωφρονίζεσαι | σωφρονιζόσουν(α) | θα σωφρονίζεσαι | να σωφρονίζεσαι | (σωφρονίζου) | |
| γ' ενικ. | σωφρονίζεται | σωφρονιζόταν(ε) | θα σωφρονίζεται | να σωφρονίζεται | ||
| α' πληθ. | σωφρονιζόμαστε | σωφρονιζόμαστε σωφρονιζόμασταν |
θα σωφρονιζόμαστε | να σωφρονιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | σωφρονίζεστε | σωφρονιζόσαστε σωφρονιζόσασταν |
θα σωφρονίζεστε | να σωφρονίζεστε | (σωφρονίζεστε) | |
| γ' πληθ. | σωφρονίζονται | σωφρονίζονταν σωφρονιζόντουσαν |
θα σωφρονίζονται | να σωφρονίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σωφρονίστηκα | θα σωφρονιστώ | να σωφρονιστώ | σωφρονιστεί | ||
| β' ενικ. | σωφρονίστηκες | θα σωφρονιστείς | να σωφρονιστείς | σωφρονίσου | ||
| γ' ενικ. | σωφρονίστηκε | θα σωφρονιστεί | να σωφρονιστεί | |||
| α' πληθ. | σωφρονιστήκαμε | θα σωφρονιστούμε | να σωφρονιστούμε | |||
| β' πληθ. | σωφρονιστήκατε | θα σωφρονιστείτε | να σωφρονιστείτε | σωφρονιστείτε | ||
| γ' πληθ. | σωφρονίστηκαν σωφρονιστήκαν(ε) |
θα σωφρονιστούν(ε) | να σωφρονιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω σωφρονιστεί | είχα σωφρονιστεί | θα έχω σωφρονιστεί | να έχω σωφρονιστεί | σωφρονισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις σωφρονιστεί | είχες σωφρονιστεί | θα έχεις σωφρονιστεί | να έχεις σωφρονιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει σωφρονιστεί | είχε σωφρονιστεί | θα έχει σωφρονιστεί | να έχει σωφρονιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε σωφρονιστεί | είχαμε σωφρονιστεί | θα έχουμε σωφρονιστεί | να έχουμε σωφρονιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε σωφρονιστεί | είχατε σωφρονιστεί | θα έχετε σωφρονιστεί | να έχετε σωφρονιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν σωφρονιστεί | είχαν σωφρονιστεί | θα έχουν σωφρονιστεί | να έχουν σωφρονιστεί | ||
Μεταφράσεις
σωφρονίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.