σχολεῖον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σχολεῖον τὰ σχολεῖ
      γενική τοῦ σχολείου τῶν σχολείων
      δοτική τῷ σχολεί τοῖς σχολείοις
    αιτιατική τὸ σχολεῖον τὰ σχολεῖ
     κλητική ! σχολεῖον σχολεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σχολείω
γεν-δοτ τοῖν  σχολείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχολεῖον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σχολ(ή) + -εῖον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵhe- / *sǵhē- (συγγενές με το αρχαία ελληνική ἔχω)

Ουσιαστικό

σχολεῖον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. (εκπαίδευση) σχολείο, σχολή
      1ος/2ος κε αιώνας Επίκτητος, Ἀρριανοῦ τῶν Ἐπικτήτου Διατριβῶν, 3.23.30 @scaife.perseus
    ἰατρεῖόν ἐστιν, ἄνδρες, τὸ τοῦ φιλοσόφου σχολεῖον· οὐ δεῖ ἡσθέντας ἐξελθεῖν, ἀλλʼ ἀλγήσαντας. ἔρχεσθε γὰρ οὐχ ὑγιεῖς, ἀλλʼ ὁ μὲν ὦμον ἐκβεβληκώς, ὁ δʼ ἀπόστημα ἔχων, ὁ δὲ σύριγγα, ὁ δὲ κεφαλαλγῶν.
  2. (σε επιγραφές) (ίσως) (τελευταίος) τόπος ανάπαυσης, τόπος ταφής

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.