μαξιλαροθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μαξιλαροθήκη | οι | μαξιλαροθήκες |
| γενική | της | μαξιλαροθήκης | των | μαξιλαροθηκών |
| αιτιατική | τη | μαξιλαροθήκη | τις | μαξιλαροθήκες |
| κλητική | μαξιλαροθήκη | μαξιλαροθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μαξιλαροθήκη θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.