σχεδιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχεδιασμένος η σχεδιασμένη το σχεδιασμένο
      γενική του σχεδιασμένου της σχεδιασμένης του σχεδιασμένου
    αιτιατική τον σχεδιασμένο τη σχεδιασμένη το σχεδιασμένο
     κλητική σχεδιασμένε σχεδιασμένη σχεδιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχεδιασμένοι οι σχεδιασμένες τα σχεδιασμένα
      γενική των σχεδιασμένων των σχεδιασμένων των σχεδιασμένων
    αιτιατική τους σχεδιασμένους τις σχεδιασμένες τα σχεδιασμένα
     κλητική σχεδιασμένοι σχεδιασμένες σχεδιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σχεδιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σχεδιάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /sçe.ði.aˈzme.nos/

Μετοχή

σχεδιασμένος -η -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.