σφυρίον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σφῠρι-
ονομαστική τὸ σφυρίον τὰ σφυρί
      γενική τοῦ σφυρίου τῶν σφυρίων
      δοτική τῷ σφυρί τοῖς σφυρίοις
    αιτιατική τὸ σφυρίον τὰ σφυρί
     κλητική ! σφυρίον σφυρί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σφυρίω
γεν-δοτ τοῖν  σφυρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφυρίον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σφῦρ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ίον

Ουσιαστικό

σφυρίον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.