butcher
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
butcher
(en)
κρεοπώλης
,
χασάπης
σφαγέας
(
μεταφορικά
)
κάποιος που διέπραξε μια ειδεχθή δολοφονία
Αγγλικά (en)
Ρήμα
butcher
(en)
σφάζω
ζώα και ετοιμάζω το κρέας για τους αγοραστές
σφαγιάζω
κάποιον, τον σκοτώνω με ειδεχθή τρόπο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.