συχνονευριασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συχνονευριασμένος η συχνονευριασμένη το συχνονευριασμένο
      γενική του συχνονευριασμένου της συχνονευριασμένης του συχνονευριασμένου
    αιτιατική τον συχνονευριασμένο τη συχνονευριασμένη το συχνονευριασμένο
     κλητική συχνονευριασμένε συχνονευριασμένη συχνονευριασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συχνονευριασμένοι οι συχνονευριασμένες τα συχνονευριασμένα
      γενική των συχνονευριασμένων των συχνονευριασμένων των συχνονευριασμένων
    αιτιατική τους συχνονευριασμένους τις συχνονευριασμένες τα συχνονευριασμένα
     κλητική συχνονευριασμένοι συχνονευριασμένες συχνονευριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

συχνονευριασμένος

Μεταφράσεις

Πηγές

  • συχνονευριασμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.