συστηματοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συστηματοποιημένος | η | συστηματοποιημένη | το | συστηματοποιημένο |
| γενική | του | συστηματοποιημένου | της | συστηματοποιημένης | του | συστηματοποιημένου |
| αιτιατική | τον | συστηματοποιημένο | τη | συστηματοποιημένη | το | συστηματοποιημένο |
| κλητική | συστηματοποιημένε | συστηματοποιημένη | συστηματοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συστηματοποιημένοι | οι | συστηματοποιημένες | τα | συστηματοποιημένα |
| γενική | των | συστηματοποιημένων | των | συστηματοποιημένων | των | συστηματοποιημένων |
| αιτιατική | τους | συστηματοποιημένους | τις | συστηματοποιημένες | τα | συστηματοποιημένα |
| κλητική | συστηματοποιημένοι | συστηματοποιημένες | συστηματοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συστηματοποιημένος < μετοχή του ρήματος συστηματοποιώ
Μετοχή
συστηματοποιημένος -η -ο
- που έχει οργανωθεί με ένα ορισμένο κώδικα, σύστημα, αρχές, οργανωμένος, τακτοποιημένος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συστηματοποιημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.