συστηματοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συστηματοποιώ < σύστημα + -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική systématiser)
Ρήμα
συστηματοποιώ
- τακτοποιώ και οργανώνω κάτι με βάση ένα συγκεκριμένο σύστημα, με ειδική οργάνωση, τάξη ή κώδικα, ώστε να είναι πιο λειτουργικό
Συγγενικά
- ασυστηματοποίητος
- συστηματοποίηση
- συστηματοποιημένος
- → δείτε τις λέξεις σύστημα και ποιώ
Μεταφράσεις
συστηματοποιώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.