συστηματοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συστηματοποίηση οι συστηματοποιήσεις
      γενική της συστηματοποίησης* των συστηματοποιήσεων
    αιτιατική τη συστηματοποίηση τις συστηματοποιήσεις
     κλητική συστηματοποίηση συστηματοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συστηματοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συστηματοποίηση < καθαρεύουσα συστηματοποίησις. Μορφολογικά αναλύεται σε συστηματοποιώ + -ση.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /si.sti.ma.toˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συστηματοποίηση

Ουσιαστικό

συστηματοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.