συστάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| συστᾰδ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | συστάς | αἱ | συστάδες | |
| γενική | τῆς | συστάδος | τῶν | συστάδων | |
| δοτική | τῇ | συστάδῐ | ταῖς | συστάσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | συστάδᾰ | τὰς | συστάδᾰς | |
| κλητική ὦ! | συστάς | συστάδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συστάδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | συστάδοιν | |||
| Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ουσιαστικό
συστάς θηλυκό
- αυτή που είναι δίπλα σε άλλη
- (ειδικότερα) άμπελος φυτεμένη δίπλα σε άλλη (συστάδα αμπελιών)
Αναφορές
- συστάδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- συστάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συστάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.